καρπαζιά

καρπαζιά
η
κατραπακιά, κατακεφαλιά, σβερκιά, γενικά χτύπημα με την παλάμη: Παλιότερα οι δάσκαλοι έδιναν καρπαζιές στους μαθητές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καρπαζιά — η 1. ισχυρό και ηχηρό χτύπημα που καταφέρεται με την παλάμη στο κεφάλι και ιδίως στον σβέρκο άλλου, κόλαφος 2. φρ. «είναι για καρπαζιές» (για πρόσ.) δεν έχει καμιά αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως < τουρκ. karapazi «είδηση»] …   Dictionary of Greek

  • καρπαζώνω — [καρπαζιά] χτυπώ κάποιον με καρπαζιές …   Dictionary of Greek

  • καταυχένισμα — το χτύπημα που καταφέρεται στον αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, καρπαζιά, κατραπακιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αυχένισμα (< αὐχενίζω «σπάζω τον αυχένα»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.] …   Dictionary of Greek

  • καταχεριά — η χτύπημα με ανοιχτό χέρι, μπάτσος, χαστούκι, ράπισμα, καρπαζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χεριά (< χεριά < χερ έα < χέρ ιον < χείρ), πρβλ. απλοχεριά, σφιχτο χεριά] …   Dictionary of Greek

  • κατραπακιά — η 1. δυνατό χτύπημα στο κεφάλι με την παλάμη, κατακεφαλιά, καρπαζιά 2. ηθικό ή οικονομικό πλήγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ηχομίμηση] …   Dictionary of Greek

  • φάπα — η, Ν χτύπημα στο κεφάλι ή στον σβέρκο με το χέρι, καρπαζιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη με ονοματοποιία. Κατά μίμηση τού ήχου που προκαλεί το συγκεκριμένο χτύπημα] …   Dictionary of Greek

  • κατραπακιά — η κατακεφαλιά, καρπαζιά: Του έδωσε μια κατραπακιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάπα — η (από τον ήχο φαπ), χτύπημα με την παλάμη στο σβέρκο ή το κεφάλι, καρπαζιά, σβερκιά, χαστούκι, σφαλιάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”